Η βάρκα…
Η βάρκα το μονόξυλο ήταν το μεταφορικό μέσο στον ποταμό Άραχθο που γνώρισα από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στην περιοχή της Σμίξης που γεννήθηκα.
Την βάρκα την έφτιαχναν συνήθως από χοντρό πλάτανο οι κάτοικοι της παραποτάμιας περιοχής όταν πελεκούσαν και έδιναν επί μέρες σχήμα στο ξύλο πού πολλές φορές χρειαζόταν να συμπληρώσουν να καρφώσουν δίπλα χοντρές σανίδες από πλάτανο. Η μεταφορά του ξύλου που είχε πάρει σχήμα πλέον την μετέφεραν στο σημείο πού ήταν το στενό πέρασμα. ο πόρος στον ποτάμι.
Αν χρειαζόταν μπορεί να την άλειφαν ακόμα και με πίσσα απέξω και επίσης έβαζαν μία χοντρή αλυσίδα γερή και μακριά να την δένουν και να την τραβάνε όταν χρειαζόταν.
Ο οδηγός της βάρκας ήταν ο βαρκαδόρος που καθόταν στην πίσω άκρη στη πρύμνη και είχε την φουρκάτα που ήταν ένα μακρύ ξύλινο κοντάρι πού ήταν από την μια άκρη χοντρό με μεταλλική μύτη για να στεριώνει στον γιαλό και να σπρώχνει με δύναμη ο βαρκάρης την βάρκα να πάει στην κορυφή της σούδας του ποταμού και να βγεί έτσι απέναντι στην όχθη με τίς κατάλληλες χειρουργικές κινήσεις του.
Η αμοιβή του βαρκάρη παλιά ήταν σε είδος κυρίως προιόντα που καλιεργούνταν στην περιοχή σιτάρι καλαμπόκι τριφύλλι ανάλογα με την συμφωνία που θα γίνονταν.
Αργότερα η αμοιβή του βαρκάρη έγινε σε χρήματα μία με δυο δραχμές ήταν το πέρασμα του ποταμού. Οι βαρκαδόροι ήταν αυτοδίδακτοι και συνήθως οι ντόπιοι μάθαιναν την τέχνη από τους παλαιότερους ήταν δε μια δύσκολη και υπεύθυνη δουλειά. Οι βαρκαδόροι τον χειμώνα που είχε κατεβασιές το ποτάμι τραβούσαν την βάρκα μακριά από την κοίτη κοντά στις ζάλες και την δέναν καλά με την χοντρή αλυσίδα.
Την βάρκα την χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι που ήταν κοντά στο ποτάμι όπως στην Σμίξη για να επικοινωνούν με την απέναντι πλευρά της Κάτω Καλεντίνης και ανεβαίνοντας στις Μεράντζες και στα Μεγάλα Δέντρα να πάρουν το λεωφορείο να κατέβουν στην πόλη της Άρτας για ψώνια και δουλειές που είχαν και αντίστροφα επέστρεφαν το απόγευμα κατέβαιναν φορτωμένοι και έφταναν στο ποτάμι και στην Πούντα όπου έσμιγαν τα δύο ποτάμια της Καλεντίνης και ο ορμητικός Άραχθος.
Φώναζαν από μακριά δυνατά συνήθως από την Τερζού να ακούσει κάποιος βαρκάρης να έρθει για να τους περάσει απέναντι στον οικισμό της Σμίξης.
Βάρκα επίσης είχαν οι Κορφοβουνιώτες στον Μέγα Κάμπο στα Λωρίδια που περνούσαν απέναντι και πήγαιναιν στα Κοσμίτσιανα στα πολλά κτήματα που είχαν εκεί και στις αγροτικές δουλειές τους όπως και πολλοί άλλοι να πάρουν το λεωφορείο απο τα ορεινά που περνούσε από το χαλικόδρομο ή χωματόδρομο σε πολλά τμήματα για να κατέβουν στην Άρτα.
Βάρκα είχαν και στον Γιαννηκάμπο που πέρναγαν το ποτάμι και πήγαιναν απέναντι στον συνοικισμό του Κάτω Διστράτου, Πέραμα ή Συνιάγκο για δουλειές και επισκέψεις σε φίλους, συγγενείς που είχαν εκεί αλλά και στα όμορφα παραδοσιακά πανηγύρια του Διστράτου!
Κάποια χρονιά θυμάμαι που ανέβασαν την βάρκα από την Σμίξη μέχρι το πέρασμα κάτω από τον Αι΄Θανάση που είχε πανηγύρι πρωτομαγιά γιατί ήθελαν οι κάτοικοι να περάσουν απέναντι να γλεντήσουν στο ωραίο παραδοσιακό πανηγύρι που γινόταν εκεί με τοπική κομπανία!
Στην Σμίξη βαρκαδόροι ήταν ο Ηλίας Κούσουλας ,ο παππούς μου Κωνσταντής, ο πατέρας μου Αναστάσιος, ο θείος μου Χρήστος Κούσουλας, ο Ευθύμιος Κούσουλας, Κώστας Δ. Κούσουλας, Γιάννης Ευθ. Κούσουλας και άλλοι.
Αργότερα όταν ξεκίνησε να γίνεται το φράγμα Πουρναρίου έφεραν οι δικοί μου συγγενείς από το Σπήλαιο βάρκα σιδερένια που είχε εκεί ο θείος Θανάσης Καρατζάς που κατοικούσαν εκεί με τη θεία μου Ευγενία.
Με την βάρκα περνούσαν απέναντι και αντίστροφα οχι μόνο ανθρώπους ,μικρά ζώα πρόβατα γίδια ψώνια από την πόλη και τενεκέδες με πετρέλαιο για την μηχανή που είχαν για να ποτίζουν τα χωράφια με καλλιέργιες καλαμπόκια σιτάρια τρυφύλλια.
Ατυχήματα με τη βάρκα γινόντουσαν κάποιες φορές, ένα σοβαρό περιστατικό που είχε ευτυχώς αίσιο τέλος χωρίς πνιγμό έγινε στο Μέγα Κάμπο και τα επόμενα χρόνια ο σωτήρας νεαρό παιδί που βούτηξε και έσωσε την νεαρή κοπέλα που δεν ήξερε μπάνιο στα νερά του ποταμού την παντρεύτηκε.
Αυτά τα λίγα αισθάνθηκα να τα αφηγηθώ από την ιστοσελίδα μου και είναι μόνο προσωπικές ιστορίες που έζησα άκουσα ή διάβασα αναζητώντας στοιχεία για την ζωή στο χωριό μου.