Μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αι. οι ανάγκες του αγροτικού κυρίως πληθυσμού στο βασικότερο είδος της διατροφής, το αλεύρι, καλυπτόταν από το παραδοσιακό δίκτυο ανεμόμυλων και νερόμυλων. Οι πρώτοι ατμόμυλοι που λειτούργησαν κατά τη δεκαετία του 1860 στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της εποχής, ελάχιστοι σε αριθμό, τριπλασιάστηκαν σχεδόν στη επόμενη δεκαετία και εξαπλώθηκαν σε περισσότερες πόλεις. Αυτό έγινε, επειδή σε ορισμένα κέντρα ο αστικός πληθυσμός ξεπέρασε το όριο, το οποίο μπορούσε να καλυφθεί από τα παραδοσιακά μέσα επεξεργασίας των δημητριακών. Από εδώ και πέρα η παρακμή των νερόμυλων, όσοι τουλάχιστον βρίσκονταν κοντά σε αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα, ήταν αναπόφευκτη.
Οι νερόμυλοι ήταν ιδιόκτητοι ή μοναστηριακοί, που νοικιάζονταν σε επαγγελματίες μυλωνάδες. Το μίσθωμα πληρωνόταν με ποσοστό επί των εισπράξεων ή σε είδος (αλεύρι ή δημητριακά). Όταν όμως ο μύλος ήταν ιδιοκτησία μοναστηριού, το άλεσμα του σταριού της μονής γινόταν χωρίς να κρατά ο μυλωνάς την αμοιβή του.
Ο μηχανισμός του νερόμυλου αποτελείτο από δύο μέρη: το κινητικό, που το αποτελούσαν η φτερωτή και τα εξαρτήματά της, και το αλεστικό, που περιλάμβανε τις μυλόπετρες με τα εξαρτήματα λειτουργίας.
Τά κύρια μέρη νερόμυλου:
Η δέση , το αυλάκι (φυσικό και τεχνητό), η κόφτρα,το φίλτρο για τά κλαδιά, ο κορμός,η κάνουλα, το σιφούνι (σιφώνι), ο άξονας, η φτερωτή, οι μυλόπετρες ή μυλόλιθοι, το επανωμύλι, η σκαφίδα, η αλευροθήκη, ο γύρος, ο σταματήρας, ο σταυρός και το κτίριο.
Συντήρηση νερόμυλου
Το ζήτημα βεβαίως, δεν είναι να έχει πρώτη ύλη ο μύλος για να λειτουργήσει. Πιο σημαντικό είναι να υπάρχει και ο κατάλληλος άνθρωπος να αναλάβει τη λειτουργία του, να γίνει μυλωνάς. Λέμε να γίνει, γιατί με τη διακοπή της λειτουργίας των νερόμυλων, χάθηκαν και οι μυλωνάδες. Όσοι από αυτούς, που σήμερα λογίζονται ως μυλωνάδες, είναι οι τελευταίοι μιας άλλης τάξης ανθρώπων, αυτών που συνήθως ασχολούνταν με άλλα επαγγέλματα και κατά περιόδους αναλάμβαναν να κινήσουν τον τοπικό μύλο ο οποίος ως συνήθως άνηκε σε κάποια εκκλησία ή και μοναστήρι.
Ήξερε δεν ήξερε λοιπόν ο άνθρωπος, ανελάμβανε και με τα ποσοστά που έπαιρνε από τα αλεστικά βελτίωνε τη ζωή της οικογένειάς του.
Η ζωή του μυλωνά
Ο νερόμυλος είχε συνδεθεί άμεσα με την κοινωνική ζωή κάθε περιοχής, αφού ήταν ο τόπος όπου συγκεντρώνονταν μεγάλος αριθμός ανθρώπων. Συνήθως οι μυλωνάδες ζούσαν μέσα στους μύλους που τους ανήκαν και επικοινωνούσαν όχι μόνο με τους συγχωριανούς τους, αλλά και με κατοίκους κοντινών χωριών. Έτσι η κάθε μέρα από τη ζωή τους, περνούσε μέσα στη φασαρία από τους ανθρώπους, τα ζώα και το μύλο.
Στο νερόμυλο μαθαίνονταν όλα τα νέα της γύρω περιοχής γι’ αυτό και ο μύλος έμοιαζε με παζάρι και λαϊκό πανηγύρι. Όποιος πήγαινε για άλεσμα αντάλλασσε νέα και σχολίαζε ότι συνέβαινε στην περιοχή. Η επιβεβαίωση για κάθε είδηση γινόταν από το μυλωνά ή την οικογένειά του και από τις φράσεις «το είπε ο τάδε στο μύλο», ή «το άκουσα στο μύλο», έμεινε και η έκφραση «στο μύλο και στο παζάρι».
Επίκεντρο των συζητήσεων ήταν θέματα οικονομικά, κοινωνικά, θέματα που αφορούσαν τις ασχολίες της τότε εποχής, αλλά και διάφορα κουτσομπολιά. Γι’ αυτό πολλές φορές στο μύλο κλείνονταν συμφωνίες για αγοραπωλησίες και πολλές φορές ακόμη και συνοικέσια. Οι μυλωνάδες αν και φτωχοί, τις περισσότερες φορές έκαναν τραπέζι σε περαστικούς και πελάτες. Το χειμώνα κυρίως ο κρυωμένος κυνηγός και ο διαβάτης θα έβρισκαν φωτιά, ψωμί, ξαποστασιά και λίγη κουβέντα. Και ο μυλωνάς άλλο που δεν ήθελε. Είχε την πόρτα πάντα ανοιχτή. Φασολάδα, τουρσιά, πίτες και λαχανικά από τον κήπο συνοδεύονταν με τσίπουρο και κρασί.
Ο μυλωνάς είχε έντονη κοινωνική ζωή, γιατί ερχόταν σε επαφή με όλους τους κατοίκους των γύρω χωριών. Ο Μύλος ήταν χώρος συναντήσεων, όπου περίμεναν με τις ώρες τη σειρά τους κουβεντιάζοντας. Αποτελούσε τόπο συγκέντρωσης, διάδοσης των νέων και ειδήσεων της περιοχής. Η αυλές των νερόμυλων γέμιζαν από ανθρώπους και φορτωμένα άλογα και μουλάρια. Όταν υπήρχε πολλή πελατεία και δεν προλάβαινε ο μύλος να τα αλέσει όλα την ίδια μέρα, τότε ο μυλωνάς φρόντιζε να φιλοξενήσει τους πελάτες του, γιατί οι αποστάσεις εκείνα τα χρόνια δεν καλύπτονταν εύκολα με τα ζώα. Ο Νερόμυλος διέθετε βοηθητικούς χώρους όπου κοιμούνταν οι άνθρωποι και ένα στάβλο για τα ζώα τους. Συνήθως όμως οι πελάτες άφηναν το άλεσμα και το έπαιρναν άλλη μέρα.
Η υδατόπτωση έδινε στους νερόμυλους την απαραίτητη δυναμική ενέργεια για την περιστροφή της φτερωτής. Το μικρό πετρόχτηστο, κεραμοσκέπαστο κτίσμα του νερόμυλου, που είχε συνήθως 2 δωματιάκια, βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο μιας πλαγιάς και εκμεταλλευόταν το νερό από το κοντινότερο ρέμα.
ο νερό συγκεντρωνόταν με την βοήθεια νεροαυλάκων σε μια ή δύο δεξαμενές, τις λεγόμενες στέρνες που ήταν χτιστές από πέτρες και βρίσκονταν σε υψόμετρο αρκετά πιο ψηλά από το μύλο.
Από τις δεξαμενές το νερό κυλούσε μέσα σε αυλάκι ή υδραύλακο πάνω σε έναν χτιστό με πέτρες τοίχο το οποίο βρισκόταν κάθετα στον μύλο. Στο τέλος, ο τοίχος έφτανε σε ύψους 7-10 μέτρα, ανάλογα με την μορφή του εδάφους, πάνω από το μύλο και το νερό έπεφτε με ορμή σαν καταρράχτη από το επικλινές μέρος του τοίχου, την λεγόμενη χούνη ή και κρεμαστή και μέσα στο βαγένι.
Στο κάτω μέρος βρισκόταν άνοιγμα περίπου 10 εκ., το σιφούνι. Εκτινάσσοντας από το σιφούνι με μεγάλη πίεση, το νερό κινούσε την φτερωτή, σίδερο στρογγυλό, η οποία μέσω κατακόρυφου άξονα (αδράχτι) και άλλων εξαρτημάτων περιέστριφε με την σειρά της την μυλόπετρα. Η μυλόπετρα τριβόταν πάνω σε μια άλλη σταθερή, στην οποία ο μυλωνάς έβαζε το σιτάρι και το κριθάρι. Τα “γεννήματα” έπεφταν από μια σκάφη με πορτάκι, το λεγόμενο βαρδάρι. Το νερό έβγαινε από το μύλο από ένα τοξωτό άνοιγμα στη βάση του, τη χούρχουλη και έπεφτε στο ρέμα.
Η αλεστική ικανότητα των νερόμυλων μπορούσε να φτάσει τις 100 οκάδες την ώρα, ανάλογα με την ποσότητα του νερού και το ύψος της κρέμασης του βαγενιού.
Οι νερόμυλοι στη Σμίξη:
Οι πρώτοι νερόμυλοι του Κορφοβουνίου ήταν της εκκλησίας,βακούφικοι της ενορίας του Αγίου Γεωργίου.Στη Σμίξη λειτουργούσαν δύο νερόμυλοι.Υπήρχε ο πάνω μύλος που λειτουργούσε το χειμώνα με νερό που ερχόταν σε αυλάκι μήκους περίπου 700 μέτρων απο το λαγκάδι και το μάζευαν,αποθήκευαν στην δεξαμενή νερού,τόν λεγόμενο “βρό” μέχρι να ξεκινήσει κάτω νά αλέθει ο μύλος.
Ο κάτω μύλος βρισκόταν στην πυκνή σκιά των αιωνόβιων πλάτανων και λειτουργούσε με νερό από το ποτάμι που έφτανε μέχρι εκεί με χωμάτινο μεγάλο αύλακα μήκους 1500 μέτρων περίπου.Ποιο ψηλά απο το μύλο έφτιαχναν την λεγόμενη δέση μέσα στην κοίτη του ποταμού με κλαδιά δέντρων,συνήθως απο τα πολλά πλατάνια και έτσι με το τεχνητό φράγμα οδηγούσαν τά λίγα νερά που είχε το καλοκαίρι το ποτάμι στο αυλάκι και στήν κάναλη του καλοκαιρινού μύλου στα μετόχια των νερόμυλων,όπως ονόμαζαν την περιοχή γύρω από τους μύλους..
Τό χειμώνα ο καλοκαιρινός μύλος πολλές φορές χαλούσε,γέμιζε με άμμο αφού τα νερά ήταν πολλά.Λέγεται ότι πριν την τελευταία θέση που ήταν ο κάτω μύλος όπως τον θυμάμαι και τον έζησα εγώ στα παιδικά μου χρόνια ήταν λίγο ποιο κάτω,οι πέτρες άλλωστε εκεί αυτό μαρτυρούσαν,κάτω από την γεφυρούλα που περνούσε το μονοπάτι στην άκρη στο ποτάμι.Πότε κτίστηκαν αυτοί οι νερόμυλοι δεν υπάρχουν σήμερα κάποια γραπτά στοιχεία ίσως να υπήρχε κάποια χρονολογία χαραγμένη στον πάνω μύλο αλλά όλα αυτά αποτελούν παρελθόν μετά την καταστροφή τους από το φράγμα Πουρναρίου.
Οι μυλωνάδες ήταν ντόπιοι και πέρασαν πολλοί που τους νοίκιαζαν σε δημοπρασία της εκκλησίας προσφέροντας το μεγαλύτερο ενοίκιο.Τό χρονικό διάστημα συνήθως ήταν μεγάλο και παράλληλα ο εκάστοτε ενοικιαστής μυλωνάς αναλάμβανε να συντηρεί τόν νερόμυλο.Απο οτι γνωρίζω μυλωνάδες ηταν ο Ιωάννης Κούσουλας,ο παππούς μου Κων/νος Ευ.Κούσουλας,ο Κούσουλας Αναστάσης,ο Πάνου Κων. Κων/νος,ο Κων/νος Ευ.Παππάς,ο Βασίλειος Ευστρ.Κωνσταντίνου.
Τα αλέσματα στους νερόμυλους της Σμίξης ήταν πολλά,ερχόταν κόσμος αρκετός από το κέντρο στο χωριό,το Δίστρατο,την Κάτω Καλεντίνη,τον Μέγα Κάμπο,τα Ρουμάνια,την Διάκου,τα Κοσμοίτσιανα.
Νερόμυλος υπήρχε και λειτουργούσε στον συνοικισμό του Μέγα Κάμπου στο δρόμο που πήγαινε στα Βούλιανα,στο λαγκάδι στο Λουκάιο.Ο μύλος ήταν ιδιόκτητος του Βασίλη Κοκκινέλη.Αυτός ο νερόμυλος καταστράφηκε το έτος 1966 όταν έγινε μεγάλη κατάπτωση της πλαγιάς από τις πολλές βροχές και παρέσυρε μέσα στις λάσπες τον νερόμυλο με τον εξοπλισμό του.Η μεγάλη κατάπτωση στο λεγόμενο “πουρί” έγινε το 1964 όταν και έκλεισε την μισή κοίτη του ποταμού Άραχθου.Ο ιδιοκτήτης του μύλου παίρνει την πρωτοβουλία και με αρκετή προσωπική εργασία,αλλά και την βοήθεια άλλων ντόπιων ξανάφτιαξε και ξαναδούλεψε τον νερόμυλο που εξυπηρετούσε τον μεγάλο συνοικισμό και όχι μόνο με το άλεσμα των ντόποιων δημητριακών.
Αλλος νερόμυλος τώρα υπήρχε στον συνοικισμό της Διάκου που ήταν και αυτός ιδιόκτητος του Κων.νου Στ. Παππά,γνωστός και μύλος του Κωνσταντησταύρου.Ο μυλωνάς και ιδιοκτήτης ήταν απο τους καλύτερους μαστόρους,γνώστης της πέτρας και δημιουργούσε,κεντούσε κυριολεκτικά δουλεύοντας την πέτρα την εποχή εκείνη.Στο σημείο που ήταν ο νερόμυλος στο λαγκάδι,κοντά στα ερείπια υπάρχει σήμερα και το αντλιοστάσιο ύδρευσης της Διάκου.Εκεί έγινε και δοκιμαστική γεώτρηση για τήν εύρεση πόσιμου νερού,αλλά το πολύ νερό που βρέθηκε εκεί ήταν ακατάλληλο,είχε δυστυχώς μεγάλες ποσότητες θείου
Στην Διάκου πάλι τώρα υπήρχε στήν θέση “Γράβια” νερόμυλος,νεροτριβή και μαντάνια,σύμφωνα με όσα διηγούνταν ο “Μπαρπασπύρος” στόν εγγονό του Παππά Ευθ.Σπύρο που έχει και το όνομα του παππού του.