Καθημερινά στον επαρχιακό δρόμο Άρτας – Ροδαυγής στο τέλος του οικισμού Ελάτου Κορφοβουνίου βλέπω αρκετούς κατοίκους του χωριού μου να κάνουν πεζοπορία μέχρι πίσω στην Κιάφα και να επιστρέφουν.
Δεν νομίζω πολλοί από αυτούς να γνωρίζουν ότι μετά το Δημοτικό Σχολείο Ελάτου στην ευθεία της παράκαμψης και δεξιά τού δρόμου απέναντι στο δάσος υπάρχει εκεί μια από τις πολλές ασβεσταριές που έκαιγαν παλαιά στο χωριό μας.
Η ασβεσταριά αυτή που ερείπια βλέπουμε σήμερα εκεί σύμφωνα με καλές πληροφορίες που έχω πάρει ήταν του Γιώργου Παππαστράτου και χτίστηκε γύρω στο 1950.Η ασβεσταριά αυτή πρέπει να έχει “καεί” όπως μου είπαν μόνο 3-4 φορές και μετά την εγκατέλειψε ο ιδιοκτήτης.
Κοντά σε αυτή την ασβεσταριά υπήρχαν άλλες δύο θέσεις με ασβεσταριά.Μια ήταν εκεί που είναι σήμερα το εικόνισμα στον Άγιο Χριστόφορο και μια άλλη πίσω πάλι από την εκκλησία αυτή,προς το λαγκάδι που περνάει, κάπου εκεί κοντά.
Άλλη θέση με ασβεσταριά υπήρχε κοντά στον Κούκο και στον δρόμο δεξιά σήμερα για τον οικισμό της Πρόγονης.
Να αναφέρω εδώ ενημερωτικά κάποια πράγματα σχετικά με την ασβέστη ή τον ασβέστη όπως συνήθιζαν να τον λένε και τα υλικά που έχτιζαν τα σπίτια οι παλαιοί άξιοι “καλλιτέχνες” μάστορες.
Όταν ήθελε να χτίσει κάποιος σπίτι έπρεπε πριν ακόμα καλέσει τους κτίστες να εξασφαλίσει τα υλικά:ασβέστη, ξυλεία, πέτρα, άμμο.Την άμμο την έβγαζαν στο ποτάμι και την κουβαλούσαν με τα μουλάρια μέσα σε ειδικές ξύλινες κάσες ή τσουβάλια.
Την ασβέστη παλιότερα την έκαναν μόνοι τους σε ειδικές ασβεσταριές. Ήταν απαραίτητο να συγκροτηθεί μια ομάδα τουλάχιστον τεσσάρων ατόμων. Τα άτομα αυτά ή είχαν ανάγκη από ασβέστη ή την πωλούσαν στους συγχωριανούς τους.Και υπήρχαν πολλοί, χωρίς να είναι επαγγελματίες ασβεστάδες, γνώριζαν την τέχνη να κατασκευάζουν ασβέστη.
Πρώτα επέλεγαν το κατάλληλο μέρος, όπου θα κατασκεύαζαν την ασβεσταριά. Έπρεπε δηλαδή να υπάρχουν άφθονα ξύλα και κατάλληλη πέτρα, άσπρη και καθαρή, ο ασβεστόλιθος, καθώς και η πρόσβαση στο χωριό για τη μεταφορά της ασβέστης. Για την κατασκευή της ασβεσταριάς προτιμούσαν ημικλινές σημείο.
Δεν γνωρίζω, βέβαια τον ακριβή τρόπο, με τον οποίο κατασκεύαζαν την ασβεσταριά αλλά οποσδήποτε θα είχε τά μυστικά της. Σε γενικές γραμμές έχτιζαν με ανθεκτική πέτρα έναν πολύ μεγάλο φούρνο, εσωτερικά έχτιζαν τον ασβεστόλιθο σε σχήμα θόλου, άφηναν ένα άνοιγμα, για να ρίχνουν τα ξύλα, και από πάνω έριχναν πέτρες και χώμα, ώστε να μένει εγκλωβισμένη η θερμοκρασία.
Στη συνέχεια φρόντιζαν να μεταφερθούν μεγάλες ποσότητες από ξύλα και αφού άναβαν φωτιά, έριχναν κατά διαστήματα από το άνοιγμα αρκετά ξύλα, ώστε να καίει συνεχώς η φωτιά. Η διαδικασία αυτή διαρκούσε περίπου δυο μερόνυχτα, χωρίς σταματημό. Με τη μεγάλη θερμοκρασία ο ασβεστόλιθος γινόταν ασβέστη.
Οι περισσότεροι χωριανοί αγόραζαν ασβέστη, ακόμα και αν δεν την είχαν άμεση ανάγκη. Τη μετέφεραν στο σπίτι, άνοιγαν ένα λάκκο, τον γέμιζαν νερό και εκεί «έσβηναν» την ασβέστη. Αφού γινόταν ένας σφιχτός πολτός, τη σκέπαζαν με χώμα και τη διατηρούσαν εκεί για χρόνια, χωρίς να πάθει τίποτα. Κάθε φορά που είχαν ανάγκη από ασβέστη, άνοιγαν το λάκκο, έπαιρναν την ποσότητα που ήθελαν και τον έκλειναν ξανά με χώμα. Κυρίως, όμως, μ’ αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε την ασβέστη εκείνος που ήθελε να κατασκευάσει σπίτι.Να αναφέρω εδώ ότι ακόμα σήμερα στο σπίτι της γιαγιάς μου και στην άκρη της πέτρινης αυλής υπάρχει η γούρνα του ασβέστη σε πολύ καλή κατάσταση.
Η ξυλεία (μαδέρια, δοκάρια, καδρόνια, σανίδια,πατώματα,ταβάνια κλπ.), που ήταν απαραίτητη για το χτίσιμο του σπιτιού, δεν μπορούσε να μεταφερθεί από μακριά, αφού δεν υπήρχε δρόμος, αλλά προερχόταν από το δάσος στο χωριό.Το πρόχειρο εργαστήρι τους ήταν ένα “κρεβάτι”, που στηριζόταν σε χοντρούς στύλους μπηγμένους στο έδαφος.
Για να βγάλουν τα σανίδια, χρησιμοποιούσαν λεπίδες πριονιού. Η κάθε λεπίδα τοποθετούνταν σε ειδικό πλαίσιο, τον αργαλειό, και ήταν καλά τεντωμένη. Ήταν απαραίτητα δυο άτομα για να βγάλουν τα σανίδια, ένας από πάνω, που καθόταν στον κορμό, και ένας από κάτω. Συντονισμένα και με ρυθμό τραβούσε ο καθένας με δύναμη τον αργαλειό προς την κατεύθυνσή του.
Τα πιο καλά σανίδια τα χρησιμοποιούσαν για πατώματα, ταβάνια (σπάνια, βέβαια, έκανε κανείς ταβάνια), για ντουλάπες, αμπάρια, κασέλες, παράθυρα, πόρτες κλπ. Τα πιο πρόχειρα τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για πέταβρα.
Σανίδια δεν προμηθευόταν μόνο όποιος ήθελε να χτίσει σπίτι, αλλά και πολλοί άλλοι χωριανοί αγόραζαν, για να τα έχουν, ως απόθεμα, σε περίπτωση που κάποτε θα τα χρειάζονταν, και τούτο γιατί δεν ήταν εύκολο να βρεί κανείς σανίδια τη στιγμή που τα ήθελε.
Όλα τα σπίτια ήταν πέτρινα. Και για ένα σπίτι απαιτούνταν μεγάλη ποσότητα πέτρας, που έπρεπε να τη μεταφέρουν από κάποια χιλιόμετρα μακριά. Τα μέλη μιας οικογένειας ή έστω και οι στενοί συγγενείς τους δεν ήταν δυνατό να μεταφέρουν τόση πέτρα.
Απαραίτητη, λοιπόν, και στην περίπτωση αυτή η αλληλοβοήθεια. Άγραφος νόμος επέβαλλε να βοηθήσουν όλοι. Έτσι, όταν υπήρχε ανάγκη, έδιναν όλοι ένα χέρι βοήθειας. Ο ένας πίσω από τον άλλο, σε μια ατέλειωτη ουρά, οι συγχωριανοί πήγαιναν στο σημείο που έβγαζαν την πέτρα. “έδενε” ο καθένας τα χέρια πίσω, του τοποθετούσαν την πέτρα και ο ένας πίσω από τον άλλον πάλι μετέφεραν τις πέτρες στο σημείο που χτιζόταν το σπίτι.
Επιδέξιοι τεχνίτες,αρκετοί και επώνυμοι στο χωριό μας, {Παππάς, Χριστογιάννης}, με το καλέμι και το σφυρί, λάξευαν τις πέτρες και έκαναν τα ξακουστά «αγκωνάρια», τις πέτρες δηλαδή με τις οποίες θα έχτιζαν τις γωνίες του σπιτιού, των παραθύρων και της πόρτας.
Η πιο συνηθισμένη μορφή του σπιτιού πού χτιζόταν ήταν:δυο αρκετά μεγάλα δωμάτια και ένα μικρό χόλ. Η κύρια είσοδος οδηγούσε στο χόλ και δεξιά και αριστερά ήταν οι είσοδοι των δυο μεγάλων δωματίων. Αν το έδαφος ήταν τώρα ημικλινές, έκαναν και υπόγειο, που από το κάτω μέρος ήταν ισόγειο και χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη και βοηθητικός χώρος. Έτσι το σπίτι φαινόταν δίπατο. Στις περιπτώσεις που το σπίτι ήταν ισόγειο μόνο, χτισμένο δηλαδή σε επίπεδο μέρος, κατασκεύαζαν για αποθήκες χωριστές πέτρινες καλύβες.
Στην φωτογραφία δίπλα από την λίμνη στο χωριό μας βλέπετε ότι απέμεινε από ένα παλαιό όμοιο σπίτι με υπόγειο όπως σας περιγράφω παραπάνω.Το σπίτι αυτό επιμένει να στέκει εκεί όρθιο και κτίστηκε με πολύ μόχθο από τον ιδιοκτήτη του.
Ήρθε δυστυχώς η στιγμή πού έγινε το φράγμα και έπρεπε να το εγκαταλείψει με την φαμίλια του ο ιδιοκτήτης για ένα άλλο ξένο τόπο,ξεκινώντας πάλι από την αρχή να δημιουργήσει ξανά το σπιτικό του.
Γενικά λοιπόν η ανάγκη και οι ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν επέβαλλαν στους παλιότερους κατοίκους του χωριού μας να είναι επινοητικοί, έμπειροι, πολυάσχολοι, αυτάρκεις σχεδόν σε όλα, ιδίως όμως πάντα αλληλέγγυοι, ενωμένοι και αγαπημένοι μεταξύ τους.
Μια καλή κίνηση θα ήταν να βάλουμε μια πινακίδα εκεί κάποια στιγμή και να καθαρίσουμε το χώρο αυτό να πάνε και τα παιδιά του δημοτικού σχολείου μας με το δάσκαλο να τούς μιλήσει για όλα αυτά που γράφω παραπάνω και πως έκτιζαν τα σπίτια οι παππούδες μας.